- ἀσπαστύς
- ἀσπ-αστύς, ύος, ἡ, [dialect] Ion. for ἀσπασμός, Call.Fr.427.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀσπαστύς — ἀσπαστύ̱ς , ἀσπαστύς fem acc pl ἀσπαστύς fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαστύος — ἀσπαστύς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… … Dictionary of Greek